ομοσχήμων

ομοσχήμων
ὁμοσχήμων, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο σχήμα, την ίδια μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο-σχήμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμοσχήμων — of the same shape masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσχήμονα — ὁμοσχήμων of the same shape neut nom/voc/acc pl ὁμοσχήμων of the same shape masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόσχημον — ὁμοσχήμων of the same shape masc/fem voc sg ὁμοσχήμων of the same shape neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσχημόνων — ὁμοσχήμων of the same shape gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσχήμονας — ὁμοσχήμων of the same shape masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοσχημονώ — ὁμοσχημονῶ, έω (Α) [ομοσχήμων] έχω το ίδιο σχήμα, την ίδια μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”